ορρωδία
ορεσίβιος -α -ο
ομοθυμαδόν
ουτιδανός -ή -ό
οιονεί
ορμέμφυτο
οξύρρυγχος -η -ο
με ομοθυμία, με ομοψυχία
το ένστικτο
που ζει σε ορεινή περιοχή· βουνίσιος
1. (για ζώο) που έχει σουβλερό ρύγχος. 2. (ως ουσ.) ο οξύρρυγχος, ονομασία ψαριού με μακρύ κεφάλι και οξύ ρύγχος
τιποτένιος
δισταγμός, δειλία, τρόμος
σαν να επρόκειτο για