New Activity
Play Matching Pairs

παλιγγενεσία

πόρρω

παλίμψηστος -η -ο

παλινωδώ

παλιννόστηση

προπηλακίζω

παρεμπιπτόντως

παρεισφρέω

το να γεννιέται κτ. για δεύτερη φορά, να επιστρέφει από το θάνατο ή την ανυπαρξία στη ζωή

κατά τρόπο που παρεμβάλλεται στο κύριο θέμα, στην κύρια δραστηριότητα κάποιου, παρενθετικά, συμπτωματικά ή τυχαία

αναιρώ προηγούμενους ισχυρισμούς μου

η επιστροφή κάποιου στην πατρίδα, ύστερα από μακρόχρονη απουσία· επαναπατρισμός, νόστος / . (μτφ.) για την επιστροφή κάποιου στον ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. χώρο του

εισδύω κάπου από αβλεψία, από αμέλεια, διαφεύγοντας την προσοχή κάποιου (κυρ. για λάθη τυπογραφικά, λογιστικά)

περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω

βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, αναντιστοιχία, διαφέρει πολύ

για αρχαίο χειρόγραφο (πάπυρο, περγαμηνή), του οποίου το αρχικό κείμενο ξύστηκε για να γραφτεί πάνω σε αυτό άλλο κείμενο